en-academic.com en-academic.com
en-academic.com
  • EN
    • RU
    • DE
    • ES
    • FR
  • Remember this site
  • Embed dictionaries into your website

Academic Dictionaries and Encyclopedias

 
  • Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary)
  • Interpretations

Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary)

γενε - γνωσ

  • γενέθλια
  • γενειοφόρος
  • γένεση
  • γενετικός
  • γένι
  • γενιά
  • γένια
  • γενικά
  • γενίκευση
  • γενική
  • γενικός
  • γενικότητα
  • γέννα
  • γενναία
  • γενναιόδωρα
  • γενναιοδωρία
  • γενναιόδωρος
  • γενναίος
  • γενναιότητα
  • γέννηση
  • γεννητικός
  • γεννήτρια
  • γεννοβολώ
  • γεννώ
  • γενοκτονία
  • γένος
  • γερακάρης
  • γεράκι
  • γεράνι
  • γερανός
  • γέρικος
  • γέρνω
  • γεροδεμένος
  • γεροντικός
  • γερός
  • γέρος
  • γερουσία
  • γερουσιαστής
  • γεύμα
  • γευματίζω
Страницы
  • следующая →
  • 1
  • 2
  • 3
  • 4
18+
© Academic, 2000-2025
  • Contact us: Technical Support, Advertising
Dictionaries export, created on PHP,
Joomla,
Drupal,
WordPress, MODx.